- τρομαλεόφωνος
- -ον, Ααυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό-φωνος]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν(στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής μτχ. τρεμάμενος, κατ' επίδραση τού τρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.